ἐρίηρος

ἐρίηρος
ἐρί-ηρος, ον, as epith. of ἑταῖρος, perh.
A faithful, trusty (μεγάλως τιμώμενοι κτλ., Hsch.), ἐ. ἑταῖρος, in sg., only in Il. 4.266 : elsewh. always in heterocl. pl. ἐρίηρες ἑταῖροι, acc. ἐρίηρας ἑταίρους or ἑτάρους ἐρίηρας, Od.9.100, Il.3.47, etc.; parodied by Cratin. 143 ; ἐρίηρος ἀοιδός loyal to his master's house, Od.1.346, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερίηρος — ἐρίηρος, ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α) (συν. ως επίθ. τού εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα… …   Dictionary of Greek

  • ἐρίηρος — faithful masc/fem gen sg ἐρίηρος faithful masc nom sg ἐρίηρος faithful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριήρων — ἐρίηρος faithful masc/fem gen pl ἐρίηρος faithful fem gen pl ἐρίηρος faithful masc/neut gen pl ἐρίηρος faithful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρον — ἐρίηρος faithful masc acc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg ἐρίηρος faithful masc/fem acc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρες — ἐρίηρος faithful masc/fem nom/voc pl ἐρίηρος faithful masc/fem voc sg ἐρίηρος faithful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηροι — ἐρίηρος faithful masc nom/voc pl ἐρίηρος faithful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρ — ἐρίηρος faithful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίηρας — ἐρίηρος faithful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • u̯er-11, u̯erǝ- —     u̯er 11, u̯erǝ     English meaning: friendship; trustworthy, true     Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)”     Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”